γλαφυρότητας

γλαφυρότητας
γλαφυρία
elegance
fem acc pl
γλαφυρότης
subtlety
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξηρότητα — η (Α ξηρότης) [ξηρός] 1. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού ξηρού, έλλειψη υγρασίας, ξεραΐλα 2. ατμοσφαιρική ξηρασία, ανομβρία 3. (για ύφος) έλλειψη γλαφυρότητας αρχ. 1. το να γίνεται κάτι ξηρό, στεγνό, η αποξήρανση 2. (για χαρακτήρα) αυστηρότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Ράνσιμαν — (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”